χειροκρατησία

χειροκρατησία
χειρο-κρᾰτησία, ,
A seizure by violence, Nech. ap. Heph.Astr.1.21, Cat.Cod.Astr.7.135 (both pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειροκρατησία — ἡ, Α βίαιη σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατησία (< κρατής < κράτος), πρβλ. παγ κρατησία] …   Dictionary of Greek

  • χειροκρατησίας — χειροκρατησίᾱς , χειροκρατησία seizure by violence fem acc pl χειροκρατησίᾱς , χειροκρατησία seizure by violence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”